- υφηβίκος
- η , ό[ν] анат. подлобковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφηβικός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την ηβική χώρα («υφηβική καμπή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ηβικός] … Dictionary of Greek